- Θάσιον
- Θάσιοςofmasc acc sgΘάσιοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθάσι — και θάσιο και θιάσο, το 1. είδος αφράτων αμυγδάλων 2. νωπό αμύγδαλο 3. εκχύλισμα αμυγδάλων, αθασόγαλο, σουμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεματικό + θάσιον, τo < θάσιος «τής νήσου Θάσου» < Θάσος. ΠΑΡ. αθασία, αθασούδι, αθασωτός. ΣΥΝΘ. αθασόγαλο,… … Dictionary of Greek
θάσιος — ία, ο (AM θάσιος, ία, ον) αυτός που προέρχεται από τη Θάσο ή ανήκει στη Θάσο·|| αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό Θάσιος ονομασία μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. τό θάσιον μέτρο στην Αίγυπτο 3. φρ. α) «ἡ θασία ἄλμη» και μόνο «θασία» είδος αλμυρού καρυκεύματος ή… … Dictionary of Greek
μηλοσφαγώ — μηλοσφαγῶ, έω (Α) [μηλοσφάγος] 1. σφάζω, θυσιάζω πρόβατα 2. προσφέρω θυσία, θυσιάζω 3. προσφέρω («μηλοσφαγοῡσα Θάσιον οἴνου σταμνίον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
ԱՐՔՈՒՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 1 0386 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c ա. βασιλικός regius Արքունական. արքայական. թագաւորական. ... *Կալանաւորքն արքունի: Զերկիրն կամ զգործ արքունի: Պատուհաս արքունի: Ճանապարհ զարքունի գնասցուք: Յաթոռոց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)